-
1 αἴπολος
αἴπολ-ος, ὁ,II αἰπόλος· κάπηλος (Cypr.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴπολος
См. также в других словарях:
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αιπόλιον — αἰπόλιον, το (Α) [αἰπόλος] 1. αγέλη αιγών 2. μέρος όπου βόσκουν κατσίκες, γιδοβοσκή, γιδοτόπι … Dictionary of Greek